- διακριβώ
- (ο) μετ. тщательно проверять, уточнять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακριβώ — ἀκριβῶ ( όω) (ΑΜ) 1. ερευνώ προσεκτικά, είμαι βέβαιος, διαπιστώνω, εξακριβώνω 2. (και παθ. και μσν. το μέσ.) ανταποκρίνομαι σε κάτι με ακρίβεια, είμαι ακριβής ή τέλειος αρχ. 1. κάνω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, κατασκευάζω κάτι τέλειο 2. τακτοποιώ,… … Dictionary of Greek
διακρίβωση — η (AM διακρίβωσις, εως) [διακριβώ] 1. εξακρίβωση 2. εξακριβωμένη έρευνα … Dictionary of Greek
διακριβώνω — (AM διακριβῶ·, όω) [ακριβώ] 1. εξετάζω αυστηρά την ακρίβεια, εξακριβώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διακριβωμένος, η, ο (AM διηκριβωμένος, η, ον) αυτός που είναι εξακριβωμένος από κάθε πλευρά και σε όλες τις λεπτομέρειες του αρχ. 1. εικονίζω ακριβώς … Dictionary of Greek
προσδιακριβώ — όω, Α καθορίζω, προσδιορίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διακριβῶ «εξετάζω, περιγράφω, προσδιορίζω»] … Dictionary of Greek
συνδιακριβώ — όω, Α εξετάζω κάτι με ακρίβεια και με προσοχή μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διακριβῶ «εξετάζω με ακρίβεια»] … Dictionary of Greek